- χρίσμα
- Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια, στο στόμα, στα ρουθούνια, στα αφτιά, στο μέτωπο, στα χέρια, στο στήθος και στα πόδια κάνοντας το σημείο του σταυρού.
Στη Δυτ. Kαθολική Εκκλησία το χ. γινόταν αρχικά μετά την ηλικία των εφτά ετών· σήμερα, με απόφαση της B’ Συνόδου του Βατικανού, το χ. γίνεται μετά την ηλικία των 10 ετών.
Στους προτεστάντες, το χ. είναι μια απλή τελετή και δεν αναγνωρίζεται ως μυστήριο, επειδή δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια και κατά συνέπεια δεν θεωρείται θείος θεσμός.
Στις Ανατολικές Εκκλησίες τη Μεγάλη Τετάρτη και τη Μεγάλη Πέμπτη γίνεται η καθαγίαση του μύρου, το οποίο διανέμεται στους επισκόπους. Από το Οικουμενικό Πατριαρχείο παίρνουν το μύρο και οι άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες ως ένδειξη πνευματικής ενότητας.
To χρίσμα στους ρωμαιοκαθολικούς.
* * *-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ1. καθετί που επαλείφεται σε μια επιφάνεια, επίχρισμα, επάλειμμα2. εκκλ. χριστιανικό μυστήριο που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και συνδέεται με την χορήγηση στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων τού Αγίου Πνεύματοςνεοελλ.1. επικάλυψη επιφάνειας με μια ουσία, επίχριση, επάλειψη2. εκκλ. το άγιο μύρο3. μτφ. επίσημη αναγνώριση, ανακήρυξη, αναγόρευση («έλαβε το χρίσμα τού υποψήφιου προέδρου»)αρχ.1. μύρο, μυρωδικό2. το χοιρινό λίπος3. ασβεστοκονίαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χρῖμα, σχηματισμένος από το θ. χρῑσ- τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρῑσ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.